ταχιστοσκόπιο

ταχιστοσκόπιο
το, Ν
(ψυχολ.) συσκευή με την οποία μπορούν να προβληθούν στο υποκείμενο οπτικά ερεθίσματα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα το οποίο έχει καθοριστεί εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Tachistoskop < τάχιστος, υπερθ. τού επιθ. ταχύς + -σκόπιο (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταχιστοσκοπικός — ή, ό, Ν ο σχετικός με το ταχιστοσκόπιο («ταχιστοσκοπικές μέθοδοι» οι μέθοδοι που περιλαμβάνουν τη χρήση ταχιστοσκοπίου) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”